- Ἰδριέα
- Ἰδριέᾱ , Ἰδρίευςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άδα — (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην… … Dictionary of Greek
Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
Ιδριάς — Αρχαία πόλη της Καρίας στην αριστερή όχθη του Μαρούα, παραπόταμου του Μαιάνδρου. Λεγόταν αρχικά Χρυσάορις. Αργότερα μετονομάστηκε σε Στρατονίκεια προς τιμήν της Στρατονίκης, κόρης του Δημήτριου του Πολιορκητή και συζύγου του Αντίοχου του Σωτήρα… … Dictionary of Greek